- σφίγξῃ
- σφίγξηι , σφίγξιςbinding tightfem dat sg (epic)σφίγγωbind tightaor subj mid 2nd sgσφίγγωbind tightaor subj act 3rd sgσφίγγωbind tightfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφίγξη — η / σφίγξις, εως, ΝΜΑ, και σφίξη, Ν [σφίγγω] 1. στερεό δέσιμο, σύσφιγξη, σφίξιμο 2. δυσκοιλιότητα νεοελλ. 1. κάθε είδους στενοχώρια ή ανάγκη, ιδίως οικονομική («έχω μεγάλη σφίξη τελευταία, θα μού δανείσεις το ποσό που σού ζήτησα;») 2. μεγάλη… … Dictionary of Greek
σφίξη — η, Ν βλ. σφίγξη … Dictionary of Greek